φθισικῇ

φθισικῇ
φθισικός
consumptive
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φθισική — φθισικός consumptive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικός — ή, ό / φθισικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φτισικός, ή, ό και τ. θηλ. φτισικιά Ν [φθίσις] αυτός που πάσχει από φθίση, φυματικός νεοελλ. μτφ. (στην ποίηση) αυτός που μοιάζει να έχει φθίση («ο άρρωστος Φθινόπωρος, μ όψη φθισική», Βιζυην.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”